- μήτρη
- μήτρη, ἡ (Α)ιων. τ. βλ. μήτρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μήτρη — μήτρα womb fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρῃ — μήτρα womb fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek